- υπέρψυχος
- -ον, Ααυτός που έχει δύναμη μεγαλύτερη από την ψυχή («ὑπέρψυχον σῶμα», Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + -ψυχος (< ψυχή), πρβλ. ἔμ-ψυχος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπέρψυχον — ὑπέρψυχος too strong for the soul masc/fem acc sg ὑπέρψυχος too strong for the soul neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… … Dictionary of Greek